τρομώδη

τρομώδη
τρομώδης
trembling
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τρομώδης
trembling
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τρομώδης
trembling
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • έντρομος — η, ο (AM ἔντρομος, ον) ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος αρχ. αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση. επίρρ... ἐντρόμως με τρόμο, τρομαγμένα …   Dictionary of Greek

  • τρομικός — ή, όν, Α [τρόμος] αυτός που τρέμει, τρομώδης. επίρρ... τρομικῶς Α σε τρομώδη κατάσταση, με ταχεία παλμική κίνηση …   Dictionary of Greek

  • τρομώδης — ες / τρομώδης, ῶδες, ΝΑ [τρόμος] αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού… …   Dictionary of Greek

  • Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”